υψωμός

υψωμός
ο повышение (цен)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υψωμός" в других словарях:

  • υψωμός — ο, Ν ύψωση, ιδίως τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υψωμός — ο 1. ύψωση, ανύψωση. 2. υπερτίμηση, ανατίμηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξαρση — η 1. ανύψωση, εξύψωση, έπαρση, υψωμός. 2. μτφ., διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ψυχική μεταρσίωση, πνευματική ανάταση: Από τη φτερωμένη έξαρση που δινε στην ψυχή του η αγία πίστη (Κ. Χρηστομάνος). 3. έμφαση, εμφαντική διατύπωση: Αυτή τη λέξη την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έπαρση — η 1. ανύψωση, ύψωση, υψωμός, ψήλωμα: Έπαρση της σημαίας. 2. μτφ., αλαζονεία, περηφάνια, υπεροψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανύψωση — η το ανέβασμα, ο υψωμός: Η ανύψωση του αεροπλάνου ήταν πολύ γρήγορη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»